οχτάστηλος

οχτάστηλος
-η, -ο
αυτό που έχει οχτώ στήλες: Οχτάστηλο άρθρο της εφημερίδας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οχτάστηλος — η, ο βλ. οκτάστηλος …   Dictionary of Greek

  • οκτάστηλος — και οχτάστηλος, η, ο αυτός που καταλαμβάνει οκτώ στήλες εντύπου («οκτάστηλος τίτλος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”